- ἐξευθύνοντες
- ἐξευθύ̱νοντες , ἐξευθύνωstraightenpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξευθύνω — ἐξευθύνω (Α) [ευθύνω] 1. ισιώνω 2. εξετάζω («οἱ τοὺς ἄρχοντας ἐξευθύνοντες», Πλάτ.) … Dictionary of Greek